-
1 Πυθαγόρειος
Πῡθαγόρειος, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem nom sg -
2 Πυθαγόρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Πυθαγόρειος
-
3 Πυθαγορικά
Πῡθαγορικά, Πυθαγόρειοςof P.neut nom /voc /acc plΠῡθαγορικά̱, Πυθαγόρειοςof P.fem nom /voc /acc dualΠῡθαγορικά̱, Πυθαγόρειοςof P.fem nom /voc sg (doric aeolic)Πυθαγορικόςin the Pythagorean manner: neut nom /voc /acc plΠυθαγορικά̱, Πυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem nom /voc /acc dualΠυθαγορικά̱, Πυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
4 Πυθαγορικώτερον
Πῡθαγορικώτερον, Πυθαγόρειοςof P.adverbial compΠῡθαγορικώτερον, Πυθαγόρειοςof P.masc acc comp sgΠῡθαγορικώτερον, Πυθαγόρειοςof P.neut nom /voc /acc comp sgΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: adverbial compΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: masc acc comp sgΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: neut nom /voc /acc comp sg -
5 Πυθαγορείως
Πῡθαγορείως, Πυθαγόρειοςof P.adverbialΠῡθαγορείως, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem acc pl (doric) -
6 Πυθαγορικωτέρων
Πῡθαγορικωτέρων, Πυθαγόρειοςof P.fem gen comp plΠῡθαγορικωτέρων, Πυθαγόρειοςof P.masc /neut gen comp plΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem gen comp plΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: masc /neut gen comp pl -
7 Πυθαγορικών
Πῡθαγορικῶν, Πυθαγόρειοςof P.fem gen plΠῡθαγορικῶν, Πυθαγόρειοςof P.masc /neut gen plΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem gen plΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: masc /neut gen pl -
8 Πυθαγορικῶν
Πῡθαγορικῶν, Πυθαγόρειοςof P.fem gen plΠῡθαγορικῶν, Πυθαγόρειοςof P.masc /neut gen plΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem gen plΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: masc /neut gen pl -
9 Πυθαγορικόν
Πῡθαγορικόν, Πυθαγόρειοςof P.masc acc sgΠῡθαγορικόν, Πυθαγόρειοςof P.neut nom /voc /acc sgΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: masc acc sgΠυθαγορικόςin the Pythagorean manner: neut nom /voc /acc sg -
10 Πυθαγόρειον
Πῡθαγόρειον, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem acc sgΠῡθαγόρειον, Πυθαγόρειοςof P.neut nom /voc /acc sg -
11 Πυθαγορείοις
Πῡθαγορείοις, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem /neut dat pl -
12 Πυθαγορείοισι
Πῡθαγορείοισι, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem /neut dat pl (epic ionic aeolic) -
13 Πυθαγορείου
Πῡθαγορείου, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem /neut gen sg -
14 Πυθαγορείους
Πῡθαγορείους, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem acc pl -
15 Πυθαγορείω
-
16 Πυθαγορείῳ
-
17 Πυθαγορείων
Πῡθαγορείων, Πυθαγόρειοςof P.masc /fem /neut gen pl -
18 Πυθαγορική
Πῡθαγορικῇ, Πυθαγόρειοςof P.fem dat sg (attic epic ionic)Πυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem dat sg (attic epic ionic) -
19 Πυθαγορικῇ
Πῡθαγορικῇ, Πυθαγόρειοςof P.fem dat sg (attic epic ionic)Πυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem dat sg (attic epic ionic) -
20 Πυθαγορικής
Πῡθαγορικῆς, Πυθαγόρειοςof P.fem gen sg (attic epic ionic)Πυθαγορικόςin the Pythagorean manner: fem gen sg (attic epic ionic)
См. также в других словарях:
πυθαγόρειος — α, ο / πυθαγόρειος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και πυθαγορεία Μ [Πυθαγόρας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Πυθαγόρα ή στη σχολή του 2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Πυθαγόρειοι οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Πυθαγόρα ή μαθητές τής σχολής του… … Dictionary of Greek
πυθαγόρειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο φιλόσοφο Πυθαγόρα. 2. ως ουσ., πυθαγόρειος οπαδός του Πυθαγόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πυθαγόρειος — Πῡθαγόρειος , Πυθαγόρειος of P. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλεξικράτης — Πυθαγόρειος φιλόσοφος. Ο Πλούταρχος τον αναφέρει με την επισήμανση ότι τόσο αυτός όσο και οι μαθητές του δεν έτρωγαν ψάρια, επειδή είναι άφωνα, καθώς ο Α., αλλά και όλοι οι πυθαγόρειοι, θεωρούσαν τη σιωπή θεϊκή ιδιότητα … Dictionary of Greek
Ονάτος — Πυθαγόρειος φιλόσοφος από τον Κρότωνα της Μεγάλης Ελλάδας. Από το έργο του Περί θεού και θείου, σώθηκε απόσπασμα … Dictionary of Greek
Πυθαγορικά — Πῡθαγορικά , Πυθαγόρειος of P. neut nom/voc/acc pl Πῡθαγορικά̱ , Πυθαγόρειος of P. fem nom/voc/acc dual Πῡθαγορικά̱ , Πυθαγόρειος of P. fem nom/voc sg (doric aeolic) Πυθαγορικός in the Pythagorean manner neut nom/voc/acc pl Πυθαγορικά̱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθαγορικώτερον — Πῡθαγορικώτερον , Πυθαγόρειος of P. adverbial comp Πῡθαγορικώτερον , Πυθαγόρειος of P. masc acc comp sg Πῡθαγορικώτερον , Πυθαγόρειος of P. neut nom/voc/acc comp sg Πυθαγορικός in the Pythagorean manner adverbial comp Πυθαγορικός in the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λύκων — Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Λ. ο Ταραντίνος (4oς αι. π.Χ.). Πυθαγόρειος φιλόσοφος. Υπήρξε ο πρώτος που διέγνωσε την αντιερωτική επίδραση του μαρουλιού, το οποίο ονομάστηκε «ευνούχος» από τους Πυθαγόρειους. 2. Λ. ο Ιασεύς (4ος αι … Dictionary of Greek
Πυθαγορείως — Πῡθαγορείως , Πυθαγόρειος of P. adverbial Πῡθαγορείως , Πυθαγόρειος of P. masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθαγορικωτέρων — Πῡθαγορικωτέρων , Πυθαγόρειος of P. fem gen comp pl Πῡθαγορικωτέρων , Πυθαγόρειος of P. masc/neut gen comp pl Πυθαγορικός in the Pythagorean manner fem gen comp pl Πυθαγορικός in the Pythagorean manner masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πυθαγορικῶν — Πῡθαγορικῶν , Πυθαγόρειος of P. fem gen pl Πῡθαγορικῶν , Πυθαγόρειος of P. masc/neut gen pl Πυθαγορικός in the Pythagorean manner fem gen pl Πυθαγορικός in the Pythagorean manner masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)